- πυριτιοχάλυβας
- ο, Ν(μεταλργ.) ο πυριτιοσίδηρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυριτιοσίδηρος — ο, Ν (μεταλργ.) κοινός χαρακτηρισμός χαλυβοκραμάτων που περιέχουν μέχρι 5% πυρίτιο και ελάχιστο άνθρακα, αλλ. πυριτιοχάλυβας … Dictionary of Greek